ἡμερονυκτίου

ἡμερονυκτίου
ἡμερονύκτιον
Cat.Cod. Astr.
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • θερμογράφος — Όργανο για τη συνεχή καταγραφή της θερμοκρασίας του αέρα, του νερού κλπ. Το ευαίσθητο στοιχείο του μπορεί να είναι διμεταλλικό έλασμα, θερμόμετρο υγρού ή θερμόμετρο ηλεκτρικής αντίστασης. Στη μετεωρολογία χρησιμοποιείται ευρύτατα θ. με ευαίσθητο… …   Dictionary of Greek

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • ρολόγι — και ρολόι, το, Ν 1. συσκευή μέτρησης τού χρόνου που δείχνει τις ώρες και τα λεπτά τού ημερονυκτίου 2. μετρητής ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, γκαζιού, που δείχνει την αντίστοιχη κατανάλωση 3. φρ. α) «ηλιακό ρολόι» ρολόι στο οποίο η ώρα δείχνεται από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”